Οστεοπόρωση

Τι είναι

Η οστεοπόρωση είναι μια νόσος που χαρακτηρίζεται από προοδευτική αποστικής μάζας και μεταβολή της εσωτερικής δομής των οστών με αποτέλεσμα αυτά να γίνονται πολύ εύθραυστα. Αποκαλείται και «σιωπηρή νόσος», γιατί συχνά εξελίσσεται για χρόνια χωρίς συμπτώματα ή ενοχλήσεις μέχρις ότου συμβεί κάποιο κάταγμα. Τα συνηθέστερα οστεοπορωτικά κατάγματα είναι εκείνα του ισχίου, του καρπού και της σπονδυλικής στήλης.

Οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν πόνο στα οστά, καθώς και παραμορφώσεις σπονδυλικής στήλης σε προχωρημένο στάδιο. Η οστεοπόρωση εμφανίζεται σε άτομα άνω των 45-50 ετών και ιδιως στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Σε άτομα άνω των 70-75 ετών είναι το ίδιο συχνή τόσο στις γυναίκες όσο και στους άνδρες.

Πώς συμβαίνει

Τα οστά μας είναι στην πραγματικότητα ένας ζωντανός ιστός που διαρκώς ανανεώνεται μέσα από μια διαδικασίας αποδόμησης και ανασύστασης. Ο ίδιος ο οργανισμός αποδομεί καθημερινά μια ποσότητα οστού και δημιουργεί νέο. Μέχρι την ηλικία περίπου των 25 ετών το νέο οστό που δημιουργείται είναι περισσότερο από αυτό που αποδομείται με αποτέλεσμα σε αυτήν την ηλικία να αποκτούμε την μεγαλύτερη οστική μάζα στη διάρκεια της ζωής μας. Η περίοδος αυτή έχει μεγάλη σημασία για το αν θα εμφανίσουμε ή όχι οστεοπόρωση αργότερα: όσο υψηλότερη είναι η μέγιστη οστική μας πυκνότητα σε αυτήν την ηλικία τόσο περισσότερο απόθεμα οστικής μάζας έχουμε, μειώνοντας τον κίνδυνο για οστεοπόρωση αργότερα στη ζωή μας.

Από την ηλικία των 25 μέχρι τα 50 ή μέχρι την εμμηνόπαυση για τις γυναίκες, ο οργανισμός μας διατηρεί ένα σχεδόν σταθερό ισοζύγια ανασύνθεσης και αποδόμησης οστού, δηλαδή η οστική μας μάζα παραμένει σταθερή. Από την ηλικία όμως των 50 ετών και άνω ή από την εμμηνόπαυση για τις γυναίκες, όλοι μας ανεξαρτήτως φύλου χάνουμε μια μικρή ποσότητα οστικής μάζας, γιατί ο οργανισμός μας δεν μπορεί να αναπληρώσει όλη την οστική μάζα που αποδομεί..

Από την ηλικία των 25 μέχρι τα 50 ή μέχρι την εμμηνόπαυση για τις γυναίκες, ο οργανισμός μας διατηρεί ένα σχεδόν σταθερό ισοζύγια ανασύνθεσης και αποδόμησης οστού, δηλαδή η οστική μας μάζα παραμένει σταθερή. Από την ηλικία όμως των 50 ετών και άνω ή από την εμμηνόπαυση για τις γυναίκες, όλοι μας ανεξαρτήτως φύλου χάνουμε μια μικρή ποσότητα οστικής μάζας, γιατί ο οργανισμός μας δεν μπορεί να αναπληρώσει όλη την οστική μάζα που αποδομεί..

Σε πολλές γυναίκες ωστόσο κατά τα 5-10 πρώτα έτη μετά την εμμηνόπαυση ο ρυθμός απώλειας οστικής μάζας είναι πολύ μεγάλος και κινδυνεύουν από οστεοπόρωση. Αιτία είναι η μειωμένη παραγωγή οιστρογόνων, που φυσιολογικά παρατηρείται σε αυτή την ηλικία των γυναικών.

Παράγοντες κινδύνου

Παράγοντας κινδύνου είναι οτιδήποτε αυξάνει τον κίνδυνο για οστεοπόρωση, αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αν έχετε κάποιους από αυτούς θα εμφανίσετε τη νόσο. Υπάρχουν κάποιοι παράγοντες κινδύνου τους οποίους δεν μπορούμε να εξαλείψουμε (μη τροποποιήσιμοι) και κάποιοι που εξαρτώνται από τον τρόπο ζωής μας, δηλαδή μπορούμε σε μεγάλο βαθμό να τους ελέγξουμε.

Μη τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου είναι:

Υπάρχουν πολλές νόσοι και είδη φαρμάκων που δυνητικά θα μπορούσαν να προκαλέσουν απώλεια οστικής πυκνότητας. Σε κάθε περίπτωση θα συζητήσουμε για το ιατρικό σας ιστορικό και τυχόν φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνετε ώστε να συνεκτιμήσουμε όλα τα δεδομένα για την αντιμετώπιση της νόσου ή την πρόληψή της.

Τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου είναι:

Διάγνωση

Η διάγνωση της οστεοπόρωσης περιλαμβάνει κλινική εξέταση, λήψη ιατρικού ιστορικού, ακτινογραφία και μέτρηση οστικής πυκνότητας, ενώ αν χρειαστεί μπορεί να γίνουν περαιτέρω εργαστηριακές εξετάσεις

Η μέτρηση οστική πυκνότητας ανιχνεύει αν η οστική πυκνότητα είναι χαμηλότερη από το φυσιολογικό για ένα άτομο του δικού σας φύλου και της δικής σας ηλικίας. Τα αποτελέσματα της μέτρησης θα δείξουν αν πάσχετε από οστεοπόρωση και πόσο επιρρεπή είναι τα οστά σας σε πιθανό κάταγμα. Το τεστ μετρά πόσα γραμμάρια ασβεστίου και άλλων μετάλλων περιέχονται σε ένα τετραγωνικό εκατοστό οστού. Γενικά, όσο μεγαλύτερη είναι η περιεκτικότητα σε μέταλλα, τόσο μεγαλύτερη είναι και η πυκνότητα του οστού.

Συστήνεται η διενέργεια μέτρησης οστικής πυκνότητας σε:

Πρόληψη - Θεραπεία

Για να προλάβουμε την οστεοπόρωση ή να επιβραδύνουμε την εξέλιξη της, θα πρέπει να εντάξουμε στη διατροφή μας τις απαραίτητες ποσότητες ασβεστίου και βιταμίνης D σε συνδυασμό με τη σωματική άσκηση. 

Φυσικά, χρειαζόμαστε ασβέστιο σε νεαρή ηλικία προκειμένου να δημιουργήσουμε το κατάλληλο απόθεμα, ωστόσο και ανεξαρτήτως ηλικίας το ασβέστιο είναι απαραίτητο για την υγεία των οστών και πρέπει να το αναπληρώνουμε καθημερινά. Παρότι δεν μπορεί να εμποδίσει τη σταδιακή απώλεια οστικής μάζας μετά την εμμηνόπαυση, συνεχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο στην ποιότητα των οστών. Αυξάνοντας την πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D, ακόμα και αν έχουμε ήδη οστεοπόρωση, μειώνουμε τον κίνδυνο κατάγματος. Η βιταμίνη D είναι απαραίτητη καθώς βοηθά τον οργανισμό να απορροφήσει το ασβέστιο.

Όσον αφορά την άσκηση, τα οστά μας τη χρειάζονται όπως ακριβώς και οι μύες. Ανεξαρτήτως ηλικίας, η άσκηση περιορίζει την απώλεια οστικής μάζας, πέρα από τα υπόλοιπα οφέλη. Ένα πρόγραμμα ήπιας, τακτικής άσκησης μπορεί να αποβεί πολύ αποτελεσματικό για την πρόληψη και τη διαχείριση της οστεοπόρωσης. 

Η θεραπεία της οστεοπόρωσης έχει στόχο να αποτρέψει την περαιτέρω απώλεια οστικής μάζας. Η άσκηση και η διατροφή είναι σημαντικοί παράγοντες στον έλεγχο της οστεοπόρωσης, αλλά μπορούν να συνοδεύονται και από φαρμακευτική αγωγή.

Στην αγωγή μπορεί να περιλαμβάνονται:

Οστεοπόρωση και οστεοπενία

Η οστεοπόρωση δεν πρέπει να συγχέεται με την οστεοπενία. Οστεοπενία σημαίνει ότι η οστική πυκνότητα είναι χαμηλή αλλά όχι σε τόσο χαμηλό επίπεδο ώστε να θεωρείται οστεοπόρωση. Εξάλλου η χαμηλή οστική πυκνότητα μπορεί να είναι φυσιολογική για κάποιους ανθρώπους εξαιτίας διαφόρων παραγόντων. Αν οι μετρήσεις οστικής πυκνότητας δείξουν ότι παρουσιάζεται οστεοπενία, είναι μια ένδειξη ότι υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος για την εμφάνιση οστεοπόρωσης.

Σε αυτήν την περίπτωση, μπορούμε να σχεδιάσουμε ένα πλάνο πρόληψης με αλλαγές στον τρόπο ζωής και τη διατροφή ώστε να περιορίσουμε τον κίνδυνο. Σε κάποιες περιπτώσεις και συνεκτιμώντας διάφορους παράγοντες, μπορεί να χορηγηθεί και φαρμακευτική αγωγή.